ἐνδείκτης

ἐνδείκτης
-ου N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,1
informer, complainant; neol.?

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδείκτης — ο (Α ἐνδείκτης) νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου 2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» όργανο για τον καθορισμό τής διεύθυνσης τής… …   Dictionary of Greek

  • φιλενδείκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να επιδεικνύεται, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐνδείκτης (< ἐνδεικνύω «δείχνω, φανερώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”